νεκροσκοπείο

νεκροσκοπείο
το
ο τόπος όπου γίνεται η εξέταση νεκρού, η νεκροσκοπία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεκροσκοπείο — το το εργαστήριο τού νεκροσκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροσκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π.Κ. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”